-
1 диффузор
1. физ. о διάχυτης, ο ραντιστή ρας 2. (аэродинамических труб) о οχετός επιβράδυνσης της ροής και της αύξησης της πίεσηςсверхзвуковой - (аргд.) - υπερηχητικής ροής3. (громкоговорителя) το διάφραγμα, η ηχητική μεμβράνη 4. (в производстве глинозёма) η συσκευή εξαγωγής του βωξίτη από το διάλυμμα 5. (в пищевом производстве) η συσκευή εξαγωγής των στερεών από το διάλυμμαротационный - περιστρεφόμενη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диффузор